καρυδόφλουδα

καρυδόφλουδα
η
η εξωτερική πράσινη φλούδα των νωπών καρυδιών: Θα σε μαυρίσει η καρυδόφλουδα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • καρυδόφλουδα — η 1. ο εξωτερικός πράσινος φλοιός τών νωπών καρυδιών 2. ο ξυλώδης φλοιός τού καρυδιού …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”